εὐθανασίας

εὐθανασίας
εὐθανασίᾱς , εὐθανασία
easy
fem acc pl
εὐθανασίᾱς , εὐθανασία
easy
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρις, Ευγένιος — (Κέρκυρα 1716 – Πετρούπολη, Ρωσία 1806). Λόγιος και μέγας διδάσκαλος του γένους. Σπούδασε αρχικά στην Κέρκυρα, στην Άρτα και στα Ιωάννινα, κοντά στους πιο φημισμένους δασκάλους του καιρού του. Αργότερα πήγε στην Πάντοβα της Ιταλίας για ευρύτερες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Λειβαδίτης, Τάσος — (Αθήνα 1921 – 1988). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1947 συνελήφθη για τα αριστερά του φρονήματα και την πολιτική του δράση και εκτοπίστηκε έως το 1951 στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτοεμφανίστηκε στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”